τεκνοφαγία

τεκνοφαγία
ἡ, ΜΑ [τεκνοφάγος]
το να τρώει κανείς τα παιδιά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεκνοφαγίας — τεκνοφαγίᾱς , τεκνοφαγία devouring of children fem acc pl τεκνοφαγίᾱς , τεκνοφαγία devouring of children fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοφαγίαι — τεκνοφαγίᾱͅ , τεκνοφαγία devouring of children fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκνοφαγίαν — τεκνοφαγίᾱν , τεκνοφαγία devouring of children fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”